ἀναγορεύει

ἀναγορεύει
ἀναγορεύω
proclaim publicly
pres ind mp 2nd sg
ἀναγορεύω
proclaim publicly
pres ind act 3rd sg
ἀναγορεύω
proclaim publicly
pres ind mp 2nd sg
ἀναγορεύω
proclaim publicly
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκεπτικισμός — ο 1. γνωσιολογική θεωρία που αρνείται τη δυνατότητα της αληθινής γνώσης και αναγορεύει την αμφιβολία σε αξίωμα: Ο σκεπτικισμός οδηγεί σε πνευματική αδιαφορία. 2. αντιμετώπιση διάφορων προβλημάτων και καταστάσεων στη ζωή με δυσπιστία, αμφιβολία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”